- χειρόνως
- ΜΑεπίρρ. βλ. χείρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειρόνως — χείρων mcaner adverbial χειρόνως worse indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… … Dictionary of Greek